σαρακοστή

σαρακοστή
η
1.περίοδος νηστείας που διαρκεί σαράντα μέρες: Κρατάει τη σαρακοστή.
2. φρ., «Λείπει ο Μάρτης από τη σαρακοστή;» για κείνους που ανακατεύονται σ' όλες τις δουλειές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαρακοστή — η, Ν 1. περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα που διαρκεί 40 ημέρες, σαρανταήμερο 2. (κατ επέκτ.) κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους 3. φρ. α) «Μεγάλη Σαρακοστή» εκκλ. η περίοδος τών σαράντα ημερών νηστείας… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακοστή ή Τεσσαρακοστή — Στην Ορθόδοξη Εκκλησία νηστεία 40 ημερών, όπως των Χριστουγέννων, και 48 ημερών, όπως του Πάσχα, η οποία λέγεται και Μεγάλη Σαρακοστή. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η περίοδος της Σ. ήταν αφιερωμένη στην προπαρασκευή των κατηχούμενων,… …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστεύω — Ν [Σαρακοστή] (αμτβ.) 1. τηρώ την Σαρακοστή, νηστεύω 2. (κατ επέκτ.) στερούμαι κάτι, ιδίως φαγώσιμο 3. μτφ. είμαι εγκρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαρακοστός με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) κατά το σαράκοντα*] …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστός — ή, όν, Μ 1. τεσσαρακοστός 2. το θηλ. ως ουσ. η σαρακοστή βλ. σαρακοστή …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοστή — Η σαρακοστή κατά την ιερατική ορολογία. Σαρανταήμερη νηστεία, που ανάγεται στους προχριστιανικούς χρόνους. Η γιορτή του Πάσχα, γιορτή καθαρά εβραϊκή, διατηρήθηκε και από τους Χριστιανούς με την καθιέρωση νηστείας πριν την έλευσή της. Πάντως, έως… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • сорок — род. п. а, укр. сорок, др. русск. сорокъ сорок (РП, Ипатьевск. летоп.), связка из 40 собольих шкур (часто в грам. ХIV–ХV вв.; см. Срезн. III, 465 и сл.). Из русск. заимств. польск. sоrоk связка из 40 собольих шкур (XVI–XVII вв.; см. Брюкнер 507) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • сорокоуст — род. п. а сорокадневный молебен за упокой души умершего , укр. сорокоуст, блр. сороковуст, русск. цслав. сорокустиɪе, сорокоустиɪе ср. р., сорокоустиɪа ж., также великий пост (Срезн. III, 465). Из ср. греч. σαρακοστή от τεσσαρακοστή сорокадневный …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Goody’s — Das Logo der Kette Goody’s ist eine griechische Kette von Fastfood Restaurants. Das Unternehmen gehört zum Vivartia Konzern und bildet die Sparte Food Services and Entertaintment. Gegenwärtig gibt es über 170 Filialen, davon sechs in Zypern und… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”